- κατάλαμπρος
- κατάλαμπροςvery brightmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάλαμπρος — η, ο (AM κατάλαμπρος, ον) πολύ λαμπρός, ολόλαμπρος … Dictionary of Greek
κατάλαμπρον — κατάλαμπρος very bright masc/fem acc sg κατάλαμπρος very bright neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλάμπρους — κατάλαμπρος very bright masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαμπρύνω — (AM καταλαμπρύνω) [κατάλαμπρος] καθιστώ κάτι πολύ λαμπρό … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek